- Κωνσταντινουπολίτης
- ο, θηλ. Κωνσταντινουπολίτισσα [Κωνσταντινούπολη]ο κάτοικος τής Κωνσταντινούπολης ή αυτός που κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek